- μακρόσυρτος
- -η, -ο1. (για λόγο, ομιλία κ.λπ.) αυτός που έχει μεγάλη διάρκεια ή που είναι απλωμένος σε έκταση2. (για άσμα, μουσική, μελωδία, φωνή κ.λπ.) αυτός που έχει αργό, νωχελικό ρυθμό («μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα, πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας», Κ. Παλαμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + συρτός < σύρω].
Dictionary of Greek. 2013.